- συναμφιάζω
- Απερικαλύπτω, σκεπάζω τελείως με τα ενδύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀμφιάζω, μτγν. τ. τού ἀμφιέννυμι «περιβάλλω με ιμάτια, ντύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναμφιάζονται — συναμφιάζω envelop closely pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)